χερσόβιος

χερσόβιος
-ον, ΝΑ
νεοελλ.
βιολ. αυτός που ζει αποκλειστικά στην ξηρά («χερσόβιοι οργανισμοί»)
αρχ.
αυτός που ζει στην ξηρά, σε αντιδιαστολή προς τον λιμνόβιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + βίος (πρβλ. λιμνό-βιος, ὑγρό-βιος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χερσόβιον — χερσόβιος living on dry land masc/fem acc sg χερσόβιος living on dry land neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χερσοβίοις — χερσόβιος living on dry land masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρουραίος — Θηλαστικό της τάξης των τρωκτικών που μοιάζει με τους ποντικούς. Οι α. έχουν κυλινδρικό σώμα, κοντό και χοντρό ρύγχος, μικρά αφτιά και κοντή ουρά, σκεπασμένη με μικρές και αραιές τρίχες. Οι α. γεννούν 6 8 φορές τον χρόνο από 4 6 άτομα. Το όνομα α …   Dictionary of Greek

  • αλόφιλος — η, ο (Οικολ.) χερσόβιος οργανισμός ζώο, φυτό ή μικρόβιο που ζει φυσιολογικά σε αλμυρά εδάφη ή παραθαλάσσιες περιοχές. [ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < αλο * + φίλος πρβλ. αγγλ. halophile ή halophilous] …   Dictionary of Greek

  • βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… …   Dictionary of Greek

  • τάπιρος — (tapirus). Γένος οπληφόρων θηλαστικών της οικογένειας των ταπιριδών. Πρόκειται για ογκώδη ζώα με παχύ δέρμα και κωνικό κεφάλι, που καταλήγει σε μικρή προβοσκίδα στην άκρη της οποίας βρίσκονται τα ρουθούνια. Τα μπροστινά άκρα τους είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”