χερσόβιον — χερσόβιος living on dry land masc/fem acc sg χερσόβιος living on dry land neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερσοβίοις — χερσόβιος living on dry land masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρουραίος — Θηλαστικό της τάξης των τρωκτικών που μοιάζει με τους ποντικούς. Οι α. έχουν κυλινδρικό σώμα, κοντό και χοντρό ρύγχος, μικρά αφτιά και κοντή ουρά, σκεπασμένη με μικρές και αραιές τρίχες. Οι α. γεννούν 6 8 φορές τον χρόνο από 4 6 άτομα. Το όνομα α … Dictionary of Greek
αλόφιλος — η, ο (Οικολ.) χερσόβιος οργανισμός ζώο, φυτό ή μικρόβιο που ζει φυσιολογικά σε αλμυρά εδάφη ή παραθαλάσσιες περιοχές. [ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < αλο * + φίλος πρβλ. αγγλ. halophile ή halophilous] … Dictionary of Greek
βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… … Dictionary of Greek
τάπιρος — (tapirus). Γένος οπληφόρων θηλαστικών της οικογένειας των ταπιριδών. Πρόκειται για ογκώδη ζώα με παχύ δέρμα και κωνικό κεφάλι, που καταλήγει σε μικρή προβοσκίδα στην άκρη της οποίας βρίσκονται τα ρουθούνια. Τα μπροστινά άκρα τους είναι… … Dictionary of Greek